Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η πιζάμα

См. также в других словарях:

  • πιζάμα — η, Ν βλ. πιτζάμα …   Dictionary of Greek

  • πιζάμα — η (λ. αγγλ.), νυχτερινή ενδυμασία από χιτώνιο και φαρδύ πανταλόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιτζάμα — και πιζάμα, η, Ν ελαφρό ένδυμα που χρησιμοποιείται στον ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pyjzama / pajama < νεοϊνδ. pāē jāmah «φαρδύ πανταλόνι»] …   Dictionary of Greek

  • πιτζάμα — η βλ. πιζάμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυζάμα — η βλ. πιζάμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»