-
1 πιζάμα
[пизама] ουσ. Θ. пижама,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πιζάμα
-
2 пижама
-
3 пижама
-ы θ.πιζάμα.
См. также в других словарях:
πιζάμα — η, Ν βλ. πιτζάμα … Dictionary of Greek
πιζάμα — η (λ. αγγλ.), νυχτερινή ενδυμασία από χιτώνιο και φαρδύ πανταλόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιτζάμα — και πιζάμα, η, Ν ελαφρό ένδυμα που χρησιμοποιείται στον ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pyjzama / pajama < νεοϊνδ. pāē jāmah «φαρδύ πανταλόνι»] … Dictionary of Greek
πιτζάμα — η βλ. πιζάμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυζάμα — η βλ. πιζάμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)